επίκοινος

επίκοινος
ος , ον
1) общий; 2) грам. :

επίκοινα ονόματα — имена существительные обоюдного рода, эпицен


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επίκοινος" в других словарях:

  • ἐπίκοινος — common to many masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκοινος — η, ο (Α ἐπίκοινος, ον) [κοινός] 1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.) 2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος… …   Dictionary of Greek

  • επίκοινος — η, ο 1. που ανήκει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερους, ο κοινός σε πολλούς, ο συντροφικός. 2. (γραμμ.), «επίκοινα ονόματα», ουσιαστικά ονόματα ζώων με ένα μόνο γραμματικό γένος για τα δύο φύλα, π.χ. αϊτός, λαγός, αλεπού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικοίνως — ἐπίκοινος common to many adverbial ἐπίκοινος common to many masc/fem acc pl (doric) ἐπικοινόομαι imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπικοινόω communicate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκοινον — ἐπίκοινος common to many masc/fem acc sg ἐπίκοινος common to many neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοίνοις — ἐπίκοινος common to many masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοίνου — ἐπίκοινος common to many masc/fem/neut gen sg ἐπικοινόομαι pres imperat act 2nd sg ἐπικοινόομαι imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπικοινόω communicate pres imperat act 2nd sg ἐπικοινόω communicate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοίνους — ἐπίκοινος common to many masc/fem acc pl ἐπικοινόομαι imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπικοινόω communicate imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοίνων — ἐπίκοινος common to many masc/fem/neut gen pl ἐπικοινόομαι imperf ind act 3rd pl (doric) ἐπικοινόομαι imperf ind act 1st sg (doric) ἐπικοινόομαι imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπικοινόομαι imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπικοινόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοίνῳ — ἐπίκοινος common to many masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκοινα — ἐπίκοινος common to many neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»